κερκολύρα

κερκολύρα
κερκολύρα
See also: s. κρέκω.
Page in Frisk: 1,830

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κερκολύρα — κερκολύρᾱ , κερκολύρα fem nom/voc/acc dual κερκολύρᾱ , κερκολύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκολύρα — κερκολύρα, ἡ (Α) η λύρα που ηχεί, που κρούονται οι χορδές της και βγάζει ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέκω «αντηχώ» με μετάθεση του υγρού ρ + λύρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”