- κερκολύρα
- κερκολύραSee also: s. κρέκω.Page in Frisk: 1,830
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
κερκολύρα — κερκολύρᾱ , κερκολύρα fem nom/voc/acc dual κερκολύρᾱ , κερκολύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκολύρα — κερκολύρα, ἡ (Α) η λύρα που ηχεί, που κρούονται οι χορδές της και βγάζει ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέκω «αντηχώ» με μετάθεση του υγρού ρ + λύρα] … Dictionary of Greek